τέμνον

τέμνον
τέμνω
cut
pres part act masc voc sg
τέμνω
cut
pres part act neut nom/voc/acc sg
τέμνω
cut
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
τέμνω
cut
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυστεοτόμος — και κυστιτόμος, ο ειδικό τέμνον άγκιστρο με το οποίο εκτελείται στον οφθαλμό η κυστεοτομία …   Dictionary of Greek

  • πελεκητός — ή, ό / πελεκητός, ή, όν, ΝΑ [πελεκώ] αυτός που είναι επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος νεοελλ. (για λίθους και μάρμαρα) λαξευτός …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”