κυστεοτόμος — και κυστιτόμος, ο ειδικό τέμνον άγκιστρο με το οποίο εκτελείται στον οφθαλμό η κυστεοτομία … Dictionary of Greek
πελεκητός — ή, ό / πελεκητός, ή, όν, ΝΑ [πελεκώ] αυτός που είναι επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος νεοελλ. (για λίθους και μάρμαρα) λαξευτός … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας … Dictionary of Greek